Θυώνη
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
ἡ, (θύω B) epith. of Semele, h.Hom.1.21, Sapph.Supp. 6.10, Pi.P.3.99, D.S.3.62, etc.:—Adj. Θυωναῖος
A Διόνυσος Opp.C. 1.27. II θῠώνη, Dor. -ᾱ, ἡ, portion of sacrifice, acc. pl. -ας Abh. Berl.Akad. 1928(6).12 (Cos); cf. Hsch. s.v. θύανον.
Greek (Liddell-Scott)
Θυώνη: ἡ, (θύω Β) ἐπίθ. τῆς Σεμέλης, Ὕμν. Ὁμ. 5. 21, Πίνδ. Π. 3. 177, Ἀπολλ. Ρόδ. κλ., ἴδε Valck. Diatr. σ. 154· ἐντεῦθεν αὐτὸς ὁ Βάκχος καλεῖται Thyoneus, Ὁρατ. - Ἐπίθ. Θυωναῖος, Διόνυσος Ὀππ. Κυν. 1. 27.
Greek Monolingual
Θυώνη και δωρ. Θυώνα, ἡ (Α) [θύω (ΙΙ)]
1. ως κύριο όν. ἡ Θυώνη
επίθ. της Σεμέλης
2. μερίδα του θύματος.
Russian (Dvoretsky)
Θυώνη: дор. Θυώνα ἡ θύω II] Тиона, «Неистовая» (имя Семелы после ее обожествления) HH, Pind.