παγερός

From LSJ
Revision as of 19:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰγερός Medium diacritics: παγερός Low diacritics: παγερός Capitals: ΠΑΓΕΡΟΣ
Transliteration A: pagerós Transliteration B: pageros Transliteration C: pageros Beta Code: pagero/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A frosty, cold, D.Chr.30.11.    II τὸ π. power of coagulation, Aret.CA 2.2: Comp. -ώτερος more coagulated, Id.SA2.2 (παγετ-codd.).

German (Pape)

[Seite 435] geronnen, gefroren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰγερός: -ά, -όν, παγετώδης, ψυχρός, Δίων Χρυσ. 1, σ. 550. ΙΙ. ὁ ἐπιτήδειος εἰς σύμπηξιν ἢ στερέωσιν, τὸ παγερὸν Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (ΑΜ παγερός, -ά, -όν)
ψυχρός σαν πάγος, παγωμένος, παγετώδης
νεοελλ.
1. μτφ. (για τρόπο, στάση και συμπεριφορά) αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη χάρης και ζεστασιάς, κρύος, σχεδόν εχθρικός («παγερή χειρονομία»)
2. συνεκδ. απρόθυμος, ανόρεκτος
3. το αρσ. ως ουσ. ο παγερός ζωολ. είδος άγριας μικρόσωμης γάτας
αρχ.
1. ο κατάλληλος για πήξη, αυτός που πήζεται («αἷμα μελάντερον καὶ παγερώτερον», Αρετ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγερόν
η ικανότητα για πήξη.
επίρρ...
παγερά
με παγερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πăγ- του πήγνυμι + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθον-ερός)].