ἐτυμολόγος

From LSJ
Revision as of 10:59, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτυμολόγος Medium diacritics: ἐτυμολόγος Low diacritics: ετυμολόγος Capitals: ΕΤΥΜΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: etymológos Transliteration B: etymologos Transliteration C: etymologos Beta Code: e)tumolo/gos

English (LSJ)

ον, studying etymology; as Subst., ἐ., ὁ, etymologist, EM 199.24, Varro LL 6.39.

German (Pape)

[Seite 1053] ὁ, der die Etymologie treibt, E. M. u. Schol.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτυμολόγος: ον σπουδάζων τὴν ἐτυμολογίαν· ὡς οὐσιαστ., ἐτ., ὁ, ὁ ἐτυμολογῶν, Ἐτυμ. Μ., Varro L. L.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ ἐτυμολόγος, -ον)
1. αυτός που μελετά την ετυμολογία τών λέξεων
2. το αρσ. ως ουσ. ο ετυμολόγος
ο επιστήμονας που ασχολείται με την ετυμολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμον + -λογος (< λέγω)].