παρείσακτος

From LSJ
Revision as of 08:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρείσακτος Medium diacritics: παρείσακτος Low diacritics: παρείσακτος Capitals: ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: pareísaktos Transliteration B: pareisaktos Transliteration C: pareisaktos Beta Code: parei/saktos

English (LSJ)

ον,

   A introduced privily, Ep.Gal.2.4 : nickname of Ptolemy XI, Str. 17.1.8.

German (Pape)

[Seite 512] daneben eingeführt, eingeschlichen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρείσακτος: -ον, ὁ κρυφίως ἢ λαθραίως εἰσαχθείς, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4· οὐ ξένον ... οὐδὲ π. Γρηγ. Ναζ. (;)· ― ἐπώνυμον Πτολεμαίου τινός, ὁ Κόκκης καὶ Παρείσακτος ἐπικληθεὶς Πτολεμαῖος Στράβ. 794.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
introduit furtivement, intrus.
Étymologie: παρεισάγω.

English (Strong)

from παρεισάγω; smuggled in: unawares brought in.

English (Thayer)

παρεισακτον (παρεισάγω), secretly or surreptitiously brought in; (A. V. privily brought in); one who has stolen in (Vulg. subintroductus): Galatians 2:4; cf. C. F. A. Fritzsche in Fritzschiorum opuscc., p. 181f.

Greek Monolingual

-η, -ο / παρείσακτος, -ον, ΝΜΑ παρεισάγω
αυτός που έχει εισαχθεί κρυφά κάπου, που έχει εισέλθει κάπου απρόσκλητος ή χωρίς να έχει τα απαιτούμενα προσόντα.

Greek Monotonic

παρείσακτος: -ον, αυτός που εισάγεται κρυφά, που παρουσιάζεται μυστικά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

παρείσακτος: вкравшийся (ψευδάδελφοι NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρείσακτος -ον [παρεισάγω] binnengeslopen.

Middle Liddell

παρείσακτος, ον, [from παρεισάγω
introduced privily, NTest.

Chinese

原文音譯:pare⋯saktoj 爬而-誒士-阿克拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在旁-進入-帶領了
字義溯源:私運進來的,私自引進來的,偷著引進來;源自(παρεισάγω)=從旁引進);由(παρά)*=旁)與(εἰσάγω)=引入)組成;而 (εἰσάγω)又由(εἰς)*=到)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編
1) 私下引進來的(1) 加2:4