лелеять
From LSJ
Russian > Greek
ἕψω ;; ἀτάλλω ;; κηπεύω ;; ἐννεοσσεύω ;; ἐννεοττεύω ;; ἐκτιθηνέομαι ;; ἀτιτάλλω ;; κομίζω ;; τιθηνέομαι ;; θάλπω ;; ἀμφιθάλπω ;; ποιμαίνω ;; βουκολέω ;; ἀμφιπολεύω ;; περιέπω ;; νέμω
ἕψω ;; ἀτάλλω ;; κηπεύω ;; ἐννεοσσεύω ;; ἐννεοττεύω ;; ἐκτιθηνέομαι ;; ἀτιτάλλω ;; κομίζω ;; τιθηνέομαι ;; θάλπω ;; ἀμφιθάλπω ;; ποιμαίνω ;; βουκολέω ;; ἀμφιπολεύω ;; περιέπω ;; νέμω