Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
ἐρύκω, ἐμφράσσω, χωρίζω, διατειχίζω, διαρτάω, διέχω, διείργω, διέργω, διαχωρίζω, διατμήγω, διασχίζω