θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
P. and V. συγγενής, οἰκεῖος, προσήκων, ἀναγκαῖος, V. σύγγονος, ἐγγενής, ὁμογενής (also Plato but rare P.), ὁμόσπορος, σύναιμος, ὁμαίμων, ὅμαιμος; see kindred.
Met. of things: P. and V. συγγενής, ἀδελφός, προσήκων, P. σύννομος.