Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
P. and V. συμφορά, ἡ, κακόν, τό, πάθος, τό, πάθημα, τό, σφάλμα, τό, P. ἀτύχημα, τό, ἀτυχία, ἡ, δυστύχημα, τό, δυστυχία, ἡ, πταῖσμα, τό; see misfortune.