δίμορφος

From LSJ
Revision as of 15:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίμορφος Medium diacritics: δίμορφος Low diacritics: δίμορφος Capitals: ΔΙΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: dímorphos Transliteration B: dimorphos Transliteration C: dimorfos Beta Code: di/morfos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A two-formed, Lyc.111,892; of twin form, Vett. Val.13.3; androgynous, D.S.32.12.

German (Pape)

[Seite 631] doppeltgestaltig, Lycophr. 111. 892; vom Hermaphroditen, D. Sic. exc. p. 519, 8.

Greek (Liddell-Scott)

δίμορφος: -ον, δύο μορφὰς ἔχων, Λυκόφρ. 111, 892· ἀνδρογύνης, ἑρμαφρόδιτος, Διόδ. Ἐκλογ. 2. 522.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
1 biforme ref. a anim. y seres míticos o fabulosos de naturaleza mixta Μίνω γόνος del Minotauro, mitad hombre y mitad toro, E.Fr.Phot.34, δράκων de Erecteo, monstruo c. cabeza de hombre y cuerpo de serpiente, Lyc.111, θεός de Tritón, mitad hombre y mitad pez, Lyc.892, cf. Corn.ND 22, θηρίον de la esfinge, D.S.4.64, ζῷα κητώδη χερσαῖα καὶ δίμορφα de anim. no identificados de Arabia, D.S.2.54, τραγέλαφοι καὶ βούβαλοι καὶ ἄλλα γένη δίμορφα ζῴων D.S.2.51
de Dioniso, diversamente interpretado, D.S.4.5, cf. Orph.H.30.3
cóm. ref. Sócrates Com.Adesp.386 (pero v. διάμορφος II 2).
2 doble del signo de Piscis, Vett.Val.12.20, δύναμις Dam.in Prm.198
subst. τὸ δ. forma doble, figura doble de la representación de Jano en las monedas, Plu.2.274f.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει ή παρουσιάζεται με δύο μορφές
2. (για χημική ουσία) αυτή που παρουσιάζεται με δύο διαφορετικές κρυσταλλικές καταστάσεις
αρχ.
ο αποτελούμενος από δύο μορφές, ερμαφρόδιτος.

Russian (Dvoretsky)

δίμορφος: имеющий двойную форму, двуобразный Diod., Plut.