διάρκεια

From LSJ
Revision as of 18:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάρκεια Medium diacritics: διάρκεια Low diacritics: διάρκεια Capitals: ΔΙΑΡΚΕΙΑ
Transliteration A: diárkeia Transliteration B: diarkeia Transliteration C: diarkeia Beta Code: dia/rkeia

English (LSJ)

ἡ,    A sufficiency, τῆς τροφῆς Thphr.CP1.11.6.

German (Pape)

[Seite 599] ἡ, die Hinlänglichkeit, Ausdauer, τῆς τροφῆς, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

διάρκεια: ἡ, ἐπάρκεια, τροφῆς Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 11, 6. 2) παράτασις, συνέχεια, διάρκεια, πνεύματος Ἑρμογ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
suffisance.
Étymologie: διαρκής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
suficiencia τῆς τροφῆς Thphr.CP 1.11.6, cf. Hermog.Inu.4.4, Anecd.Ludw.207.7, Eust.1851.49.

Greek Monolingual

η (AM διάρκεια)
διάστημα χρόνου συνεχές και αδιάκοπο
νεοελλ.
1. αντοχή, στερεότητα
2. γραμμ. α) παράταση ή συχνή επανάληψη ρηματικής ενέργειας
β) ο χρόνος που απαιτείται για την εκφώνηση φωνήματος ή ομάδας φωνημάτων (για φωνήεντα ή συλλαβές ονομάζεται ποσότητα)
αρχ.
επάρκεια (συνήθ. τροφής)·