δηλητηριώδης
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
English (LSJ)
ες, A noxious, Dav.Proll.32.26.
German (Pape)
[Seite 560] ες, schädlich, giftig; Arist. plant. 1, 7; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δηλητηριώδης: -ες, βλαπτικός, «φαρμακερός», Ἀριστ. Φυτ. 1. 7, 2.
Spanish (DGE)
-ες
1 nocivo, dañino, mortal, venenoso ποιότης Steph.in Gal.305, 329, Gr.Nyss.Pss.85.17, cf. Ael.Prom.64.37, ἀναθυμίασις δ. καὶ πονηρά Aët.5.95, cf. Paul.Aeg.2.34, Dauid Prol.32.26, ὑδράργυρος Zos.Alch.201.15, δύναμις Aët.1.18, cf. 399, 413, Paul.Aeg.7.3 (p.271)
•subst. τὰ θεριώδη los animales venenosos Nemes.Nat.Hom.M.40.532A.
2 fig. pernicioso Gr.Nyss.Eun.2.561.
Greek Monolingual
-ες (AM δηλητηριώδης, -ες) δηλητήριον
αυτός που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, ο φαρμακερός (α. «δηλητηριώδη οξέα» β. «βελένιον τὸ δηλητηριῶδες», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. (για ζώα) αυτός που χύνει δηλητήριο («δηλητηριώδης όφις»)
2. φρ. «δηλητηριώδεις εκφράσεις, λόγοι κ.λπ.» — προσβλητικοί, πειρακτικοί.
Russian (Dvoretsky)
δηλητηριώδης: содержащий яд (βελένιον Arst.).