δροσία

From LSJ
Revision as of 19:28, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δροσία Medium diacritics: δροσία Low diacritics: δροσία Capitals: ΔΡΟΣΙΑ
Transliteration A: drosía Transliteration B: drosia Transliteration C: drosia Beta Code: drosi/a

English (LSJ)

poet. δροσίη, ἡ,    A foam of a horse's mouth, Orac. ap. Luc.Alex.53; dew, Cat.Cod. Astr.1.172.

German (Pape)

[Seite 668] ἡ, der Thau, Achm. Oniroer.; δροσίη κέλητος, Schaum des Pferdes, Luc. Alex. 53.

Greek Monolingual

και δροσά, η (AM δροσία
Α και δροσίη
Μ και δροσά) δρόσος
η δρόσος
μσν.- νεοελλ.
1. υπόψυχρος, ευχάριστος άνεμος
2. δροσερό, σκιερό μέρος
3. φρεσκάδα, ομορφιά
4. ευχαρίστηση, χαρά
5. φρ. «δροσιά δεν αξίζουν» — δεν αξίζουν τίποτε
μσν.
ανακούφιση, παρηγοριά
αρχ.
ο αφρός στο στόμα τών αλόγων.