κατασπασμός
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
English (LSJ)
ὁ,
A = κατάσπασις, ὑγρῶν Plu.2.650c; ὑποχονδρίων Sor.2.36; pulling down, demolition of buildings, Nech. in Cat.Cod.Astr.7.136 (pl.), PRyl.125.6 (i A.D.). 2 plucking, gathering of fruit-crops, ib.97.6 (ii A.D.), etc. 3 stroking or rubbing down, cj. for -πασμός in Cael.Aur.TP1.166. II metaph., depression of spirits, Plu.2.78a (pl.). III lowering of the voice, Antyll. ap. Orib.6.8.5.
German (Pape)
[Seite 1380] ὁ, = κατάσπασις, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατασπασμός: ὁ, = κατάσπασις, ὁ κ. τῶν ὑγρῶν Πλούτ. 2. 650C. ΙΙ. μεταφορ., ἀθυμία, αὐτόθι 78Α· καταβιβασμός, ὕφεσις τῆς φωνῆς, τῷ κ. τοὺς βαρεῖς φθόγγους Ὀρειβ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de tirer en bas, abaissement;
2 fig. abattement.
Étymologie: κατασπάω.
Greek Monolingual
κατασπασμός, ὁ (Α) κατασπώ
1. ιατρ. τάση, ώθηση, πίεση προς τα κάτω
2. έκκριση
3. (για κτίσματα) κατεδάφιση, γκρέμισμα
4. (για δέντρα) συλλογή καρπών
5. μουσ. το χαμήλωμα της έντασης της φωνής ή του ήχου
6. κατάπτωση, αθυμία.
Russian (Dvoretsky)
κατασπασμός: ὁ
1) тяготение вниз, опускание (τῶν ὑγρῶν Plut.);
2) pl. подавленное состояние духа, угнетенность Plut.