καταχορηγέω

From LSJ
Revision as of 21:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχορηγέω Medium diacritics: καταχορηγέω Low diacritics: καταχορηγέω Capitals: ΚΑΤΑΧΟΡΗΓΕΩ
Transliteration A: katachorēgéō Transliteration B: katachorēgeō Transliteration C: katachorigeo Beta Code: kataxorhge/w

English (LSJ)

   A lauish as χορηγός, ὑπέρ τινος πεντακισχιλίας δραχμάς Lys.19.42: generally, spend or contribute lavishly, οὐσίας τισί D.H.3.72; τὰ οἰκεῖα Plu.Lys.9; squander upon, τι εἰς δεῖπνα Id.Eum. 13; εἰς τὸ θέατρον Id.2.348f; κ. τοῖς στρατεύμασιν ἀφειδῶς τῶν χρημάτων Id.Cat.Ma.3.

Greek (Liddell-Scott)

καταχορηγέω: δαψιλῶς δαπανῶ ὡς χορηγὸς ἢ ἐν τῇ χορηγίᾳ, ὑπέρ τινος Λυσ. 155. 33· καθόλου, δαπανῶ δαψιλῶς, καταδαπανῶ, σπαταλῶ εἴς τι, τί τινι Διον. Ἁλ. 3. 72· κ. τὰ οἰκεῖα Πλουτ. Λύσ. 9· τι εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμέν. 13· τὰ τῶν στρατευμάτων ἐφόδια καταχορηγοῦντες εἰς τὸ θέατρον ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. 348· πρβλ. καταλειτουργέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 dépenser en frais de chorégie;
2 dépenser, gaspiller, acc..
Étymologie: κατά, χορηγέω.

Greek Monotonic

καταχορηγέω: μέλ. -ήσω, ξοδεύω ως χορηγός· γενικά, σκορπώ γενναιόδωρα, διασπαθίζω, διασκορπίζω, ξοδεύω, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χορηγέω als choreeg bekostigen; uitbr. rijkelijk uitgeven:. ἄργυρος ἀφειδῶς καταχορηγηθείς met geld was overvloedig gesmeten Plut. Br. 38.6.

Russian (Dvoretsky)

καταχορηγέω:
1) расходовать по обязанностям хорега, тратить на хорегии (πεντακισχιλίας δραχμάς Lys.);
2) растрачивать, расточать (εἰς δεῖπνα καὶ θυσίας Plut.); проматывать (τὰ οἰκεῖα Plut.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to lavish as χορηγός: generally, to spend lavishly, squander, Plut.