κονδυλώδης

From LSJ
Revision as of 09:32, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονδῠλώδης Medium diacritics: κονδυλώδης Low diacritics: κονδυλώδης Capitals: ΚΟΝΔΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: kondylṓdēs Transliteration B: kondylōdēs Transliteration C: kondylodis Beta Code: kondulw/dhs

English (LSJ)

ες,    A knobby, Id.Mochl.1, Dsc.1.107, Gal.2.755.

German (Pape)

[Seite 1480] ες, wie eine harte Geschwulst, geschwollen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κονδῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόνδυλον, ἐξωγκωμένος, Ἱππ. Μοχλ. 841, κτλ.

Greek Monolingual

-ες (Α κονδυλώδης, -ώδες) κόνδυλος
αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, κονδυλοειδής, διογκωμένος
νεοελλ.
1. (για φυτά) κονδυλόρριζος
2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κονδυλώδης -ες [κόνδυλος] knobbelig.