λεπρώδης
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
ες,
A rough, of the τρίγλη, named from its habitat (rough rocks), Ael.NA2.41; φλοιός Dsc.1.68. II of leprous character, of a disease, Id.Eup.1.47, 120, Ruf. ap. Orib.8.24.35; of a man, suffering from a leprous disease, Gal.12.315.
German (Pape)
[Seite 30] ες, einem Aussätzigen ähnlich, schäbig aussehend, Sp.; vgl. Ael. H. A. 2, 41.
Greek (Liddell-Scott)
λεπρώδης: -ες, τραχύς, ἀνώμαλος τὴν ἐπιφάνειαν, Αἰλ. π. Ζ. 2, 41. ΙΙ. ὅμοιος τῇ λέπρᾳ, ἐπὶ νόσου, Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 1. 50, 126· ἐπὶ ἀνθρώπου, πάσχων ἐκ λέπρας, λεπρός, Γαλην. 12. 315.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
rugueux.
Étymologie: λέπρα, -ωδης.
Greek Monolingual
λεπρώδης, -ῶδες (Α) λέπρα
1. τραχύς, αυτός που έχει ανώμαλη επιφάνεια
2. (για νόσο) αυτή που παρουσιάζει χαρακτηριστικά της λέπρας
3. αυτός που πάσχει από λέπρα.