μαλακόπους

From LSJ
Revision as of 11:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκόπους Medium diacritics: μαλακόπους Low diacritics: μαλακόπους Capitals: ΜΑΛΑΚΟΠΟΥΣ
Transliteration A: malakópous Transliteration B: malakopous Transliteration C: malakopous Beta Code: malako/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,    A tenderfooted, Hippiatr.95, 104.

Greek Monolingual

μαλακόπους, -ουν (Μ, Α μαλακαίπους, -ουν)
αυτός που έχει ανάλαφρο ή αργό περπάτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πούς (πρβλ. μακρό-πους). Ο τ. μαλακαίπους πιθ. κατ' επίδραση τών κραταίπους, χαλαίπους.