Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πορφυρίων

From LSJ
Revision as of 09:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφυρίων Medium diacritics: πορφυρίων Low diacritics: πορφυρίων Capitals: ΠΟΡΦΥΡΙΩΝ
Transliteration A: porphyríōn Transliteration B: porphyriōn Transliteration C: porfyrion Beta Code: porfuri/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A purple coot or water-hen, Fulica porphyrion, Ar.Av.707, al., Arist.HA509a11, 595a12, LXX Le.11.18, Polem.Hist.59; distd. from the πορφυρίς, Call.Fr. 100c.2.    II a kind of polypus, Artem.2.14.    2 a kind of fish, Hsch.

German (Pape)

[Seite 686] ωνος, ὁ, Wasserhuhn, nach seiner Farbe benannt; Ar. Av. 707. 882; Arist. H. A. 8, 6; vgl. πορφυρίς. – Auch eine Wallfischart? – Ein Meerpolyp, Artemid. 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρίων: -ωνος, ὁ, πτηνόν τι .ἔχον μέγεθος ἀλεκτρυόνος, καλεῖται δὲ πορφυρίων διὰ τὸ τοῦ ῥύγχους φοινικοῦν, fulica porfyrion Λιν., poule Sultane Buff., Ἀριστοφ. Ὄρν. 707, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 32., 8. 6, 1, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΑ΄, 18)· διαφέρει τῆς πορφυρίδος, Ἀθήν. 388D, καὶ τοῦ φοινικοπτέρου. ΙΙ. εἶδος πολύποδος, Ἀρτεμίδ. 2. 14· εἶδος ἰχθύος, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
1 poule d’eau à bec et à pattes rouges, oiseau;
2 sorte de polype.
Étymologie: πορφύρα.

Greek Monolingual

-ονος, ο, ΝΜΑ
γένος γερανόμορφων πτηνών τών ελών όλων σχεδόν τών θερμών περιοχών του κόσμου με πτέρωμα βαθυκύανο ιώδες και σκούρο πράσινο και με κόκκινα πόδια και ράμφος, της οικογένειας ραλλίδες
αρχ.
1. ονομασία πολύποδα
2. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα -ίων (πρβλ. μωρ-ίων)].

Greek Monotonic

πορφῠρίων: -ωνος, ὁ (πορφύρα), νερόκοτα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρίων: ωνος ὁ зоол. лысуха красная (Fulica porphyris L) Arph., Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυρίων -ωνος, ὁ [πορφύρα] waterhoen.

Middle Liddell

πορφῠρίων, ωνος, ὁ, πορφύρα
the water-hen, Ar.