προσιτός

From LSJ
Revision as of 19:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσῐτός Medium diacritics: προσιτός Low diacritics: προσιτός Capitals: ΠΡΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: prositós Transliteration B: prositos Transliteration C: prositos Beta Code: prosito/s

English (LSJ)

ή, όν,    A approachable, of places, Str.6.2.8, J.BJ3.7.7; τὸ π. τοῦ τείχους ib.3.7.8.    II of character, ἦθος π. Plu.Phil. 15.

German (Pape)

[Seite 767] adj. verb. zu πρόσειμι, zugänglich, Plut. Philop. 15.

Greek (Liddell-Scott)

προσῐτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Πλουτ. Φιλοπ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
accessible.
Étymologie: πρόσειμι².

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσιτός, -ή, -όν, ΝΑ
(για τόπο) αυτός που μπορεί κανείς να τον προσεγγίσει, να τον πλησιάσει (α. «προσιτή κορυφή» β. «προσιτή ακτή» γ. «οὔτε προσιτὸ εἶναι τὸν τόπον οὔθ' ὁρατόν», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. α) αυτός που αποχτιέται εύκολα, φθηνός («προσιτά βιβλία»)
β) (για τιμή) χαμηλός («ρούχα και κοσμήματα σε τιμές προσιτές»)
αρχ.
(για χαρακτήρα) ήρεμος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσειμι, πρβλ. εἶμι: ἰτός].

Russian (Dvoretsky)

προσῐτός: доступный: τὸ ἦθος οὐδαμῇ προσιτόν Plut. неприступно-суровая нравственность, неподкупность.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσιτός -ή -όν [2. πρόσειμι] toegankelijk; ook overdr.. τὸ ἦθος ἐγγύθεν οὐδαμῇ προσιτόν totaal niet toegankelijk van karakter Plut. Phil. 15.9.