Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στυτικός

From LSJ
Revision as of 13:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡτικός Medium diacritics: στυτικός Low diacritics: στυτικός Capitals: ΣΤΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stytikós Transliteration B: stytikos Transliteration C: stytikos Beta Code: stutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (στύω)

   A causing priapism, σ. δυνάμεις aphrodisiacs, Phylarch.35(b)J. (στυπτ- codd.Ath.).

German (Pape)

[Seite 959] zur Aufrichtung des männlichen Gliedes gehörig, dieselbe bewirkend, Ath. I, 18 e.

Greek (Liddell-Scott)

στῡτικός: -ή, -όν, (στύω) ὁ προξενῶν πριαπισμόν, διεγείρων ἢ ἐρεθίζων τὸ ἀνδρικὸν μόριον, στ. δυνάμεις, τὰ ἀφροδισιακὰ φάρμακα, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 18Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυτικός, -ή, -όν, ΝΑ στύω, στύομαι]
αυτός που προκαλεί στύση του πέους, διεγερτικός της αφροδίσιας ορμής.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυτικός, -ή, -όν, ΝΑ στύω, στύομαι]
αυτός που προκαλεί στύση του πέους, διεγερτικός της αφροδίσιας ορμής.