τατᾶ

From LSJ
Revision as of 19:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τατᾶ Medium diacritics: τατᾶ Low diacritics: τατά Capitals: ΤΑΤΑ
Transliteration A: tatâ Transliteration B: tata Transliteration C: tata Beta Code: tata=

English (LSJ)

voc.,

   A daddy, AP11.67 (Myrin.): dub. cj. for ταῦτα in Thphr. Char.7.10.

Greek Monolingual

και τάτα και τέττα και τατί Α
1. προσφώνηση από έναν φίλο σε άλλον ή, κατ' άλλους, τιμητική προσφώνηση από νεώτερο σε μεγαλύτερο ή, κατ' άλλους, ο πατέρας
2. (μόνον ο τ. τατί) προσφώνηση δούλου στην ερωμένη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. υποκοριστικοί της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Ο τ. τατᾶ εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (πρβλ. ἄττα, πάππα), εκφραστικό διπλασιασμό, και συνδέεται πιθ. με τα: λατ. tata, ρωσ. tata, αρχ. ινδ. tata-. Ο τ. τέττα, με φωνηεντισμό -ε- και εκφραστικό διπλασιασμό του -τ-, συνδέεται με τα λιθουαν. tētis «πατέρας», teta «θεία», αρχ. σλαβ. teta «θεία»].

Frisk Etymology German

τατᾶ: {tatã}
Meaning: Vok. Papachen (AP 11, 67),
Derivative: τατί Vok. Mütterchen (Herod. 5, 69); ταταλίζω mit τατα anreden, schmeicheln (Herod.); zur λ-Erweiterung vgl. πυκταλίζω (: πύκτης) u.a.
Etymology : Lallwort wie lat. tata, russ. táta, aind. tatá- m. Vater usw. usw.; daneben τέττα Vok. ib. (Δ 412) mit e-Vokal wie lit. tė̃tis, -te ib., tetà Tante, čech. teta ib. u.a. Weitere Formen m. Lit. bei WP. 1, 704, Pok. 1056 und in den betr. Spezialwörterbüchern. Vgl. ἄττα und πάππα.
Page 2,860