ταφρεία
From LSJ
οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way
English (LSJ)
ἡ,
A making of ditches or trenches, D.18.299, Delph.3(5).74.44 (iv B.C.), Plb.5.2.5, etc.: collectively, entrenchments, Ph.Bel. 80.19, 85.46, D.C.36.54, al.
German (Pape)
[Seite 1075] ἡ, das Grabenmachen, Ziehen eines Grabens, Dem. 18, 299.
Greek (Liddell-Scott)
ταφρεία: ἡ, ἡ κατασκευὴ τάφρων ἢ προχωμάτων, Δημ. 325. 20, Πολύβ. 5. 2, 5, κτλ. ΙΙ. = τάφρος, Δίων Κ. 36. 37.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. τάφρευσις.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ ταφρεύω
1. η κατασκευή τάφρων ή προχωμάτων
2. συνεκδ. τα χαρακώματα, τα ορύγματα.
Greek Monotonic
ταφρεία: ἡ, κατασκευή τάφρων ή χαρακωμάτων, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ταφρεία: ἡ копание рва, проведение окопов Dem., Polyb.
Middle Liddell
ταφρεία, ἡ,
a making of ditches or trenches, Dem. [from ταφρεύω