αἱματόω

From LSJ
Revision as of 14:44, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτόω Medium diacritics: αἱματόω Low diacritics: αιματόω Capitals: ΑΙΜΑΤΟΩ
Transliteration A: haimatóō Transliteration B: haimatoō Transliteration C: aimatoo Beta Code: ai(mato/w

English (LSJ)

   A make bloody, stain with blood, αἱμάτου θεᾶς βωμόν E. Andr.260; διὰ παρῇδος ὄνυχα… αἱματοῦτε Id.Supp.77:—Pass., μηδὲν αἱματώμεθα A.Ag.1656; κρᾶτας αἱματούμενοι E.Ph.1149; ᾑματωμένη χεῖρας Id.Ba.1135, cf. Ar.Ra.476, Th.7.84, X.Cyr.1.4.10, etc.    2 slay, aor. αἱματῶσαι S.Fr.987.    II turn into blood, τὴν τροφήν Gal. 8.379:—Pass., Ruf.Ren.Ves.5.2, Gal.17(2).692.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτόω: μέλλ. -ώσω, καθαιμάσσω, αἱματώνω, βρέχω δι’ αἵματος, αἱμάτου θεᾶς βωμόν, Εὐρ. Ἀνδρ. 260· διὰ παρῇδος ὄνυχα ... αἱματοῦτε, ὁ αὐτ. Ἱκ. 77. ― Παθ. μηδὲν αἱματώμεθα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1656· κρᾶτας αἱματούμενοι, Εὐρ. Φοίν. 1149· ᾑματωμένη χεῖρας, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1135· πρβλ. Ἀριστ. Βατρ. 476. Θουκ. 7. 84. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 10. 2) σφάζω, φονεύω, ἀόρ. αἱματῶσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 814. ΙΙ. μεταβάλλω τι εἰς αἷμα, Ἰατρ.

French (Bailly abrégé)

ensanglanter, souiller de sang.
Étymologie: αἷμα.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτόω) I tr.
1 ensangrentar θεᾶς βωμόν E.Andr.260, χρῶτα φόνιον E.Supp.77
esp. en v. med.-pas. ensangrentarse οὐδ' αἱματοῦται βωμός Ar.Pax 1020, cf. Ra.476, ὕδωρ ... ᾑματωμένον Th.7.84, cf. X.Cyr.1.4.10, Aen.Tact.11.14, Eriph.5, Babr.95.54, ᾑματωμένος ὁ Κάικος Philostr.Her.26.22, cf. D.C.44.35.4, 49.4, 72.21.1, c. ac. int. o de rel. μηδὲν αἱματώμεθα A.A.1656 (cj., ap.crít.), κρᾶτας E.Ph.1149, χεῖρας E.Ba.1135.
2 derramar la sangre, matar S.Fr.987.
3 convertir en sangre αἱματοῦν τὴν τροφήν Gal.8.379, ἡ αἱματοῦσα δύναμις Gal.17(2).476
med.-pas. convertirse en sangre πρίν ἀκριβῶς αἱματωθῆναι τὴν τροφὴν Gal.6.256, abs. Gal.17(2).692, 6.256, Ruf.Ren.Ves.5.2.
II intr. sangrar Ps.Caes.101.12.

Greek Monotonic

αἱμᾰτόω: μέλ. -ώσω (αἷμα), ματώνω, κηλιδώνω με αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτόω: обагрять кровью (τι Eur.; τὸ ὕδωρ ᾑματωμένον Thuc.; ἀκόντια ᾑματωμένα Xen.).

Middle Liddell

αἷμα
to make bloody, stain with blood, Aesch., Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱματόω αἷμα met bloed bevlekken\n of besmeuren :. κρᾶτας αἱματούμενοι met bebloede hoofden Eur. Phoen. 1149.