οὐραγία
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ἡ, A rearguard, ib.De.25.18, Plb.1.19.14, 6.40.6, D.S.15.71.
German (Pape)
[Seite 416] ἡ, das Amt des οὐραγός, das Anführen des Nachtrabs. Gewöhnlich aber der Nachtrab selbst, = οὐρά, Ggstz von στόμα, v. l. bei Xen. An. 3, 4, 42, wie Pol. οἱ ἐπὶ τῆς οὐραγίας τεταγμένοι, 6, 40, 6 u. öfter, u. Sp., wie Plut. Anton. 42.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾱγία: ἡ, τὸ ὄπισθεν στρατεύματος, ὀπισθοφυλακία, Πολύβ. 1. 19, 14., 6. 40, 6, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐραγία˙ στρατηγίας οὐρά, τουτέστι τὸ τέλος τῆς στρατιᾶς καὶ τῆς τάξεως».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
arrière-garde.
Étymologie: οὐραγός.
Greek Monolingual
η (Α οὐραγία) ουραγός
η ουρά στρατεύματος που βρίσκεται σε πορεία, η οπισθοφυλακή
νεοελλ.
ναυτ. η οπισθοφυλακή ναυτικής δυνάμεως που πορεύεται κατά γραμμή παραγωγής.
Greek Monotonic
οὐρᾱγία: ἡ, οπισθοφυλακή, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
οὐρᾱγία: ἡ арьергард или тыл Polyb., Plut.
Middle Liddell
οὐρᾱγία, ἡ,
the rear, Polyb. [from οὐρᾱγός]