ἀνείλλω

From LSJ
Revision as of 14:59, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείλλω Medium diacritics: ἀνείλλω Low diacritics: ανείλλω Capitals: ΑΝΕΙΛΛΩ
Transliteration A: aneíllō Transliteration B: aneillō Transliteration C: aneillo Beta Code: a)nei/llw

English (LSJ)

or ἀνείλω,

   A = ἀνειλέω:—in Pass., shrink up or back, Pl. Smp.206d.

German (Pape)

[Seite 220] = ἀνειλέω, Plat., med., sich zurückziehen, Conv. 206 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείλλω: ἢ ἀνείλω, = ἀνειλέω (ἴδε εἴλω): - Μέσ., ἀπομακρύνομαι, ἀποσύρομαι, («τραβιοῦμαι ’πίσω», συσπειρᾶται καὶ ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται Πλάτ. Συμπ. 206D): - ἴδε ἀνειλέω, ἀνίλλω.

Spanish (DGE)

1 encogerse, replegarse τὸ κυοῦν ... ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται καὶ οὐ γεννᾷ Pl.Smp.206d.
2 fig. desarrollar ἡ τοῦ λόγου διέξοδος οἷον ἀνειλλομένη τὸ προστυχόν la secuencia del discurso, como desarrollando lo que sale al paso Pl.Criti.109a.

Greek Monolingual

ἀνείλλω (Α)
1. ανειλώ
2. μέσ. απομακρύνομαι, αποσύρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνείλλω: = ἀνειλέω.