ἀπειρόγαμος
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
English (LSJ)
ον, A unwedded, νύμφα Eub.35; of Athene, Nonn.D.47.416, Cat.Cod.Astr.7.227.
German (Pape)
[Seite 285] unverheirathet, νύμφα Eubul. bei Ath. VII, 300 b; μήτηρ ist Maria bei christlichen Dichtern in Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειρόγαμος: -ον, μὴ λαβὼν πεῖραν γάμου, ἄγαμος, παρθένος, νύμφα ἀπειρόγαμος Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1, Νόνν. Δ. 13. 98, κόρη Εὐσέβ. VI. 640D, IV. 881 C, Γρηγ. Ναζ., κλ.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἀπιρ- MAMA 7.560 (Frigia Oriental)
que no ha probado el matrimonio, soltero, virgen νύμφα Eub.35, ἀνήρ Cat.Cod.Astr.7.221, de Atena, Nonn.D.47.416, de María AP 1.2, ἁγνὸς ἀπιρόγαμος Χριστοῦ φίλος MAMA 7.560 (Frigia Oriental), cf. Basil.M.30.464B, Paul.Sil.Soph.436
•virginal λέκτρον Nonn.D.13.98.
Greek Monolingual
ἀπειρόγαμος, -ον (AM)
αυτός που δεν έλαβε πείρα γάμου, που δεν έχει γνωρίσει τον γάμο, παρθένος
«ἀπ. νύμφα», «ἀπειρόγαμος νύμφη ἢ κόρη» (για τη Θεοτόκο), «ἀπειρογάμων ἀπὸ λέκτρων» (από το παρθενικό κρεβάτι, Νόννος).