ἐμπλατύνω

From LSJ
Revision as of 15:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπλατύνω Medium diacritics: ἐμπλατύνω Low diacritics: εμπλατύνω Capitals: ΕΜΠΛΑΤΥΝΩ
Transliteration A: emplatýnō Transliteration B: emplatynō Transliteration C: emplatyno Beta Code: e)mplatu/nw

English (LSJ)

   A widen or extend, τὰ ὅρια LXXEx.23.18: metaph., δόμα ἀνθρώπου ἐ. αὐτόν ib.Pr.18.16:—Pass., λόγοις ἐμπλατύνεσθαι to expatiate, Str.8.7.3.

German (Pape)

[Seite 814] darin ausbreiten, LXX. – Med., τοῖς λόγοις περί τινος, sich weitläufig über Etwas verbreiten, Strab. VIII, 385.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλᾰτύνω: πλατύνω, εὐρύνω, ἐκτείνω, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΗ΄, 16, κ. ἀλλ.): - Παθ., λόγοις ἐμπλατύνεσθαι περί τι, ὁμιλεῖν κατὰ πλάτος, ἐκτείνειν τὸν λόγον, Στράβ. 385.

Spanish (DGE)

I 1dilatar, ensanchar τὰ ὅριά σου LXX Ex.23.18, cf. Am.1.13, Mi.1.16.
2 fig., c. ac. de pers. relajar, hacer sentirse bien δόμα ἀνθρώπου ἐμπλατύνει αὐτόν LXX Pr.18.16.
II en v. med.-pas. extenderse fig. αἰτία τοῦ ἐμπλατύνεσθαι τοῖς περὶ Ἀχαιῶν λόγοις Str.8.7.3, cf. Cyr.Al.Mt.37.10, Eust.1680.31.

Greek Monolingual

ἐμπλατύνω (Α)
1. πλατύνω, επεκτείνω
2. φρ. «λόγοις ἐμπλατύνομαι περί τινι» — μακρηγορώ.