ἐπιλλώπτω
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
A wink or leer, ἐξ ὀφρύος Plu.2.51c.
German (Pape)
[Seite 958] dasselbe, οἱ κόλακες οὐκ ἀληθινὴν οὐδ' ὠφέλιμον ἀλλ' οἷον ἐπιλλώπτουσαν ἐξ ὀφρύος. παῤῥησίαν προσφέρουσιν Plut. discr. ad. et amic. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλλώπτω: κυττάζω τινὰ σκωπτικῶς διὰ τῶν ἄκρων τῶν ὀφθαλμῶν, «στραβοκυττάζω», Πλούτ. 2. 51C, ἔνθα ἴδε Wyttenb.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
regarder de travers.
Étymologie: ἐπί, ἰλλός, ὄψομαι.
Greek Monolingual
ἐπιλλώπτω (Α) έπιλλος
κοιτάζω κάποιον κοροϊδευτικά με την άκρη του ματιού, στραβοκοιτάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλλώπτω: глядеть искоса (ἐξ ὀφρύος Plut.).