ᾠδοποιός

From LSJ
Revision as of 15:23, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾠδοποιός Medium diacritics: ᾠδοποιός Low diacritics: ωδοποιός Capitals: ΩΔΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ōidopoiós Transliteration B: ōdopoios Transliteration C: odopoios Beta Code: w)|dopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making songs or odes, Theoc.Ep.17.4.

German (Pape)

[Seite 1408] Lieder machend, dichtend, Theocr. 15 (IX, 599).

Greek (Liddell-Scott)

ᾠδοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ᾠδάς, ᾀσματοποιός, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 16. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui fait des chants, des chansons, poète lyrique.
Étymologie: ᾠδή, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που συνθέτει ωδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠδή + -ποιός].

Greek Monotonic

ᾠδοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που συνθέτει τραγούδια ή ωδές, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ᾠδοποιός: ὁ сочинитель песен, лирический поэт Theocr.

Middle Liddell

ᾠδο-ποιός, όν ποιέω
making songs or odes, Theocr.