αὔγασμα

From LSJ
Revision as of 14:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔγασμα Medium diacritics: αὔγασμα Low diacritics: αύγασμα Capitals: ΑΥΓΑΣΜΑ
Transliteration A: aúgasma Transliteration B: augasma Transliteration C: aygasma Beta Code: au)/gasma

English (LSJ)

ατος, τό,    A brightness, whiteness, LXXLe.13.38.

German (Pape)

[Seite 391] τό, Erleuchtung, Glanz, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

αὔγασμα: τό, ἐξάνθημα λευκὸν στίλβον, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ αὐγάσματα αὐγάζοντα, λευκανθίζοντα Ἑβδ. (Λευ. ιγ΄, 38), λάμψις, στιλπνότης, Σειρὰχ μγ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 8686.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
mancha descolorida ἐὰν γένηται ἐν δέρματι ... αὐγάσματα αὐγάζοντα LXX Le.13.38.

Greek Monolingual

αὔγασμα, το (Α) αυγάζω
1. λαμπρότητα, φέγγος
2. λευκό εξάνθημα του δέρματος.