δακνώδης
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
ες, A biting, pungent, Hp. Aph.5.20, Gal.6.237; painful, Mich.in EN499.3.
German (Pape)
[Seite 519] ες, beißend, reizend, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰκνώδης: -ες, (εἶδος) δάκνων, δηκτικός, ἐρεθιστικός, ἐγγικτικός, Ἱπ.. Ἀφ. 1253, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
mordant, piquant.
Étymologie: δάκνω, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
1 medic. mordiente, punzante, irritante ἕλκεσι τὸ μὲν ψυχρὸν δακνῶδες Hp.Aph.5.20, δριμύτης Gal.6.237, cf. Steph.in Gal.239, ῥεῦμα Hp.Epid.1.26.5, φάρυγγες οὐ λίην δακνώδεες Hp.Epid.3.13, πυρετοὶ ... δακνώδεις τῇ χειρί fiebres mordientes al tacto Hp.Epid.6.1.14, περιττώματα Gal.6.240, λεπίδες Aët.2.59
•fig. τὸ προΐεσθαι τοῦ λαμβάνειν δακνωδέστερόν ἐστι Mich.in EN 499.3.
2 adv. -ῶς de modo mordiente o punzante δ. ἀλγοῦσι τὴν κεφαλήν Gal.15.688.
Greek Monolingual
δακνώδης, -ες (AM)
1. δηκτικός, τσουχτερός
2. επίπονος, επώδυνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακνώδης -ες [δάκνω] bijtend.