λιτότης

From LSJ
Revision as of 17:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑτότης Medium diacritics: λιτότης Low diacritics: λιτότης Capitals: ΛΙΤΟΤΗΣ
Transliteration A: litótēs Transliteration B: litotēs Transliteration C: litotis Beta Code: lito/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, (λῑτός)

   A plainness, simplicity, κόσμου Democr.274; τῶν στεφάνων Thphr.Fr.142; τὴν λ. διώκουσι D.S.2.59; λ. διαίτης Cic.Fam.7.26.2; cj. for λεπτότης in Epicur.Sent.Vat.63.    II Gramm., a figure of speech, assertion by means of understatement (cf. μείωσις) or negation, Serv. ad Verg.G.2.125, Donat.ad Ter.Hec.775.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ λῑτός, ἁπλότης, τὸ ἀπέριττον, περὶ τὴν δίαιταν Διόδ. 2. 59· λ. διαίτης Κικ. ad Fam. 7. 26· ἡ λ. τῶν στεφάνων Πλουτ. Ἀγησ. 36. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. σχῆμα λόγου, = μείωσις.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
simplicité, absence d’apprêts.
Étymologie: λιτός.

Greek Monotonic

λῑτότης: -ητος, ἡ (λῑτός), απλότητα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

λῑτότης: ητος ἡ
1) простота, скромность (περὶ τὴν δίαιταν Diod.; τῶν στεφάνων Plut.);
2) рит. литотес (фигура сдержанного утверждения, но часто с усиленным смыслом, преимущ. в форме отрицания отрицания, напр. οὐ μικρός вм. μέγας: τὸ πρᾶγμ᾽ ἄγειν οὐχ ὡς παρ᾽ οὐδέν Soph. придавать делу немаловажное - или весьма большое - значение).

Middle Liddell

λῑτότης, ητος, [λῑτός]
plainness, simplicity, Plut.