συγκαταθετικός

From LSJ
Revision as of 23:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταθετικός Medium diacritics: συγκαταθετικός Low diacritics: συγκαταθετικός Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synkatathetikós Transliteration B: synkatathetikos Transliteration C: sygkatathetikos Beta Code: sugkataqetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A assenting, approving, Chrysipp.Stoic.2.40, Plu.2.1122b, Arr.Epict.1.17.22.    2 affirmative, Suid. s.v. ἀππαπαῖ. Adv. -κῶς Arr.Epict.1.14.7.

German (Pape)

[Seite 964] ή, όν, zustimmend, beifällig, κίνημα, Plut. adv. Colot. 26.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταθετικός: -ή, -όν, ὁ συγκατατιθέμενος, ἐπιδοκιμάζων, συγκατανεύων, Πλουτ. 2. 1122Β· καταφατικὸς ἢ βεβαιωτικός, Σουΐδ. ἐν λ. ἀππαπαί. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 14, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
approbatif.
Étymologie: συγκατάθεσις.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγκαταθετικός, -ή, -όν, ΝΑ συγκατατίθημι
1. αυτός που συγκατατίθεται, που αποδέχεται, που επιδοκιμάζει («οὔπω δὲ συγκαταθετικὸς [ὁ νοῡς] τῶν ἀεὶ γινομένων, ἐὰν μὴ θέλῃ ὁ ἄνθρωπος», Επιφάν.)
2. καταφατικός, βεβαιωτικός.
επίρρ...
συγκαταθετικώς / συγκαταθετικῶς ΝΑ, και συγκαταθετικά Ν
με συγκατάθεση, επιδοκιμαστικά.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταθετικός: филос. выражающий признание, утверждающий (τῆς ψυχῆς κίνημα Plut.).