στράπτω

From LSJ
Revision as of 19:45, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στράπτω Medium diacritics: στράπτω Low diacritics: στράπτω Capitals: ΣΤΡΑΠΤΩ
Transliteration A: stráptō Transliteration B: straptō Transliteration C: strapto Beta Code: stra/ptw

English (LSJ)

rarer and later for ἀστράπτω,

   A lighten, flash, S.OC1515, A.R.1.544; metaph., νοεραῖς σ. τομαῖς Dam.Pr.122.    2 c. acc. cogn., αἴγλην Orph.H.19.2; μαρμαρυγήν Opp.C.3.349.

German (Pape)

[Seite 950] = ἀστράπτω, blitzen, Soph. O. C. 1511 u. einzeln bei, sp. D., wie Ap. Rh. 1, 544.

Greek (Liddell-Scott)

στράπτω: μέλλ. -ψω, σπανιώτερον καὶ νεώτερον τοῦ ἀστράπτω, Σοφ. Ο. Κ. 1515, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 544· μεταφορ., νόῳ Ἀνθ. Π. 8. 23· σοφίῃ αὐτόθι 125. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλην Ὀρφ. Ὕμν. 19. 2· μαρμαρυγὴν Ὀππ. Κυν. 3. 349.

French (Bailly abrégé)

éclairer, lancer des éclairs.
Étymologie: cf. ἀστράπτω.

Greek Monolingual

Α
ἀστράπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀστράπτω, χωρίς προθεματικό - (πρβλ. ἀστεροπή: στεροπή)].

Greek Monotonic

στράπτω: μέλ. -ψω, = ἀστράπτω, αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

στράπτω: (= ἀστράπτω
2) блистать, сверкать Soph., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στράπτω [~ ἀστήρ] bliksemen, flitsen.

Middle Liddell

στράπτω, = ἀστράπτω
to lighten, Soph.