στομφάζω

From LSJ
Revision as of 12:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομφάζω Medium diacritics: στομφάζω Low diacritics: στομφάζω Capitals: ΣΤΟΜΦΑΖΩ
Transliteration A: stompházō Transliteration B: stomphazō Transliteration C: stomfazo Beta Code: stomfa/zw

English (LSJ)

(στόμφος)

   A mouth, rant, vaunt, Ar.V.721 (anap.), Com.Adesp.1011.    2 speak a broad dialect, Hermog.Id.1.6.    3 = αἱμωδιάω, Jo.Sic. in Rh.6.225 W.

German (Pape)

[Seite 948] das Maul im Reden vollnehmen, großprahlen, Ar. Vesp. 721, wo der Schol. στομφάσαι durch ἀλαζονεύεσθαι erkl.; auch von breiter Aussprache, = πλατειάζω, Hermogen.

Greek (Liddell-Scott)

στομφάζω: μέλλ. -άσω, (στόμφος) ὁμιλῶ μὲ τὸ στόμα πλῆρες, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, Ἀριστοφ. Σφ. 721. 2) ὁμιλῶ διάλεκτον τραχεῖαν, ἄξεστον, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 224. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στομφάσαι· στομφολογῆσαι. κομπάσαι. ἀλαζονεύεσθαι», πρβλ. ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

1 parler avec emphase;
2 parler en ouvrant largement la bouche.
Étymologie: στόμφαξ.

Greek Monolingual

ΝΑ στόμφος
μιλώ με στόμφο, στομφολογώ, καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαληγορώ
αρχ.
1. μιλώ με γεμάτο, με μπουκωμένο στόμα
2. χρησιμοποιώ τραχιά, άξεστη διάλεκτο
3. αισθάνομαι μούδιασμα στο στόμα, όπως όταν τρώω κάτι ξινό.

Greek Monotonic

στομφάζω: μέλ. -άσω (στόμφος), φωνασκώ, κομπορρημονώ, καυχιέμαι, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στομφάζω [στόμφος] bombastisch spreken, een hoge toon aanslaan.

Russian (Dvoretsky)

στομφάζω: напыщенно говорить Arph.

Middle Liddell

στομφάζω, fut. -άσω στόμφος
to mouth, rant, vaunt, Ar.