καταβιβρώσκω
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
(pres. not found,
A v. ἐσθίω), aor. κατέβρων h.Ap. 127: pf. Pass. καταβέβρωμαι: aor. κατεβρώθην (v. infr.):—eat up, devour, h.Ap. l.c.; καταβεβρωκὼς σιτία ἴσως ἐλεφάντων τεττάρων Antiph.82: metaph., καταβεβρώκασι… τὰς οὐσίας Hegesipp.Com.1.30; τὰ ὄντα Hyp.Fr.249:—Pass., ὑπὸ εὐλέων κατεβρώθη Hdt.3.16; κατεβρώθη ὑπὸ τῶν ἰδίων κυνῶν Palaeph.6; καταβέβρωται Hdt.4.199; ὑπ' ἰχθύων prob. in Phld.Mort.32; to be corroded, Pl.Phd.110a.
German (Pape)
[Seite 1340] (s. βιβρώσκω), verzehren, aufzehren; ἐπειδὴ κατέβρως ἄμβροτον εἶδαρ H. h. Apoll. 127; ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπός Her. 4, 199; ἵνα μὴ ὑπὸ εὐλέων καταβρωθῃ 3, 202; τὰ ἐνθάδε διεφθαρμένα ἐστὶ καὶ καταβεβρωμένα Plat. Phaed. 110 a; Folgde, wie Arist. H. A. 6, 37; Luc. conscr. hist. 28. Auch übertr., τὰ ὄντα Hyperid. Poll. 6, 39; οἳ καταβεβρώκασ' ἕνεκ' ἐμοῦ τὰς οὐσίας, sie haben aufgewendet, Hegesipp. bei Ath. VII, 290 e; τὸν ἀγρὸν εἰς ὀψοφαγίαν VIII, 344 b. Vgl. καταβρόξειε.
Greek (Liddell-Scott)
καταβιβρώσκω: μέλλ. -βρώσομαι: ἀόρ. κατέβρων· παθ. πρκμ. καταβέβρωμαι: ἀόρ. κατεβρώθην· πρβλ. καταβρώθω. Κατατρώγω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 127, Ἡρόδ. 3. 16· καταβεβρωκὼς σιτία ἴσως ἐλεφάντων τεττάρων Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 1· μεταφ., καταβεβρώκασι… τὰς οὐσίας, ἔφαγον τὰς περιουσίας των, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30. -Παθ., καταβέβρωται Ἡρόδ. 4. 199, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 110A· -(περὶ τοῦ καταβρώξειε ἐν Διον. Π. 604, ἴδε ἐν λ. καταβρόξειε).
French (Bailly abrégé)
f. καταβρώσομαι, ao. κατέβρωσα, ao.2 κατέβρων, pf. καταβέβρωκα;
avaler, dévorer, engloutir.
Étymologie: κατά, βιβρώσκω.
Greek Monolingual
(Α καταβιβρώσκω)
1. κατατρώγω, καταβροχθίζω
2. μτφ. καταστρέφω κάτι με την πάροδο του χρόνου, φθείρω λίγο λίγο, αφανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βιβρώσκω «τρώγω»].
Greek Monotonic
καταβιβρώσκω: μέλ. -βρώσομαι, αόρ. βʹ -έβρων, Παθ. παρακ. -βέβρωμα, αόρ. αʹ -εβρώθην· κατατρώω, καταβροχθίζω, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
καταβιβρώσκω: (fut. καταβρώσομαι, aor. 1 κατέβρωσα, aor. 2 κατέβρων, pf. καταβέβρωκα; pass.: pf. καταβέβρωμαι, aor. κατεβρώθην) съедать (ἄμβροτον εἶδαρ Hom.; καταβεβρωμένα ὑπὸ μυῶν Arst.): ὥστε ἐκπέποται καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπός Her. когда выпит и съеден сбор предыдущего урожая; τὰ διεφθαρμένα καὶ καταβεβρωμένα Plat. размытые и выветрившиеся местности.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βιβρώσκω opeten, verslinden; overdr.: ἥδε... ἡ γῆ... καὶ ἅπας ὁ τόπος ὁ ἐνθάδε διεφθαρμένα ἐστὶν καὶ καταβεβρωμένα de aarde hier en deze hele locatie is verrot en aangevreten Plat. Phaed. 110a.
Middle Liddell
fut. -βρώσομαι aor2 -έβρων perf. pass. -βέβρωμαι aor1 -εβρώθην
to eat up, devour, Hdt., Plat.