ἀγαμία
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ἡ,
A single estate, celibacy, Plu.2.491e.
German (Pape)
[Seite 8] ἡ, Ehelosigkeit, Plut. de frat. am. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαμία: ἡ, τὸ ζῆν ἀγάμως, Πλούτ. 2. 491Ε· - ἀγαμίου δίκη, ἡ, δίκη κατὰ ἀγάμου, ὅτι δὲν ἐνυμφεύθη, παρὰ Σπαρτιάταις, Πλουτ. Λυσ. 30, Κλήμ. Ἀλεξ. στρώμ. σ. 505, ἴδε Πολυδ. 3.48.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
célibat.
Étymologie: ἄγαμος.
Spanish (DGE)
(ἀγᾰμία) -ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
soltería, celibato, SEG 41.201D.1 (Ramnunte IV a.C.), Plu.2.491e, dentro de la relig. crist., Pall.H.Laus.proem.8, Basil.M.32.401C, Gr.Nyss.Virg.248.26, obligatorio en la vida monástica, Basil.M.32.720C.
Greek Monotonic
ἀγαμία: ἡ (ἄγαμος), μοναχική ζωή, αγαμία, σε Πλούτ.· ἀγαμίου δίκη, ἡ, δίκη που συνέβαινε στη Σπάρτη, εναντίον κάποιου επειδή δεν παντρεύτηκε, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰμία: ἡ безбрачие Plut.
Middle Liddell
ἄγαμος
celibacy, Plut.; ἀγαμίου δίκη, ἡ, an action against one for not marrying, Plut.