δενδροκομικός
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ή, όν, A of or like a woodman, Ael.NA13.18.
German (Pape)
[Seite 546] ή, όν, zur Pflege der Bäume gehörig, σοφία Ael. H. A. 13, 18.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροκομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς δενδροκομίαν, Αἰλ. π. Ζ. 13. 18.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la végétation des arbres.
Étymologie: δενδροκόμος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν propio del arboricultor σοφία Ael.NA 13.18.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δενδροκομικός, -ή, -όν) δενδροκομία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δενδροκομία.