Παλλήνη
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
ἡ, a peninsula and town of Chalcidice, Hdt.7.123, Th.1.56, etc.; Maced. Βαλλήνη Eust. 1618.45 (whence the joke on Βαλλήναδε in Ar.Ach.234, v. Sch. ad loc.). II an Attic deme; Παλληνεύς, ὁ, an inhabitant there of, Harp.; fem. Παλληνὶς Ἀθηναίη, Hdt.1.62, cf. IG12.310.189; Παλλήνᾰδε, to Pallene, v. supr. 1.
Greek (Liddell-Scott)
Παλλήνη: ἡ, χερσόνησος καὶ πόλις τῆς Χαλκιδικῆς, Ἡρόδ. 7. 123, Θουκ., κλ.· ὁ Μακεδον. τύπος ἦτο Βαλλήνη, Εὐστ. 1618. 45 (ὅθεν τὸ λογοπαίγνιον Βαλλήναδε ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 234, ἴδε Σχόλ.). ΙΙ. δῆμός τις τῆς Ἀττικῆς· Παλληνεύς, ὁ, κάτοικος αὐτοῦ, Ἁρποκρ.· θηλ. Παλληνὶς Ἀθηνᾶ Ἡρόδ. 1. 62· Παλλήνᾰδε, εἰς τὴν Παλλήνην, ἴδε ἀνωτ. Ι.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Pallènè :
1 péninsule de Macédoine;
2 dème attique de la tribu Antiochide.
Étymologie:.
Greek Monotonic
Παλλήνη: ἡ,
I. χερσόνησος και πόλη της Χαλκιδικής, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. δήμος της Αττικής· Παλληνεύς, ὁ, κάτοικος της Παλλήνης· θηλ. Παλληνίς, -ίδος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
Παλλήνη: ἡ Паллена
1) зап. полуостров Халкидики Her., Thuc.;
2) дем в атт. филе Ἀντιοχίς Her.
Middle Liddell
Παλλήνη, ἡ,
I. a peninsula and town of Chalcidice, Hdt., etc.
II. an Attic deme.