διαδικαιόω

From LSJ
Revision as of 18:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδῐκαιόω Medium diacritics: διαδικαιόω Low diacritics: διαδικαιόω Capitals: ΔΙΑΔΙΚΑΙΟΩ
Transliteration A: diadikaióō Transliteration B: diadikaioō Transliteration C: diadikaioo Beta Code: diadikaio/w

English (LSJ)

   A justify an action, Th.4.106; defend as matter of right, ὑπέρ τινος, D.C.39.60; defend a person's right, τὰ τοῦ Καίσαρος Id.40.62.

German (Pape)

[Seite 576] etwas als Recht vertheidigen, τί, Thuc. 4, 160 u. Sp.; τά τινος, ὑπέρ τινος, D. Cass. 40, 62. 39, 60, durchfechten, vertheidigen.

Greek (Liddell-Scott)

διαδῐκαιόω: θεωρῶ τι ὡς δίκαιον, Θουκ. 4. 106· ὑπερασπίζω τι ὡς δίκαιον, τι καὶ ὑπέρ τινος Δίων Κ. 40. 62., 39. 60.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. διεδικαίουν;
regarder comme juste, approuver.
Étymologie: διά, δίκαιος.

Spanish (DGE)

1 tr. propugnar, proponer abiertamente c. ac. de abstr. ἐκ τοῦ φανεροῦ διαδικαιούντων αὐτά Th.4.106, cf. D.C.40.62.2, 46.32.2, Hsch., διεδικαίου δὲ τὴν πράξιν οὐδείς Plb.38.2.14.
2 intr. salir en defensa de, defender ὑπὲρ αὐτοῦ D.C.39.60.1.

Greek Monotonic

διαδῐκαιόω: μέλ. -ώσω, θεωρώ και υπερασπίζομαι κάτι ως δίκαιο, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαδῐκαιόω: считать справедливым, одобрять (τι Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δικαιόω rechtvaardigen.

Middle Liddell

fut. ώσω
to hold a thing to be right, Thuc.