μικρώνυμος

From LSJ
Revision as of 12:39, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρώνῠμος Medium diacritics: μικρώνυμος Low diacritics: μικρώνυμος Capitals: ΜΙΚΡΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: mikrṓnymos Transliteration B: mikrōnymos Transliteration C: mikronymos Beta Code: mikrw/numos

English (LSJ)

ον, (ὄνομα) in Comp.,    A named by a smaller number, πολύγωνος Iamb. in Nic.p.71 P.

German (Pape)

[Seite 185] mit kleinem Namen, Iambl. arithm.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ἔχων μικρὸν ὄνομα, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. σ. 100.

Greek Monolingual

μικρώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό όνομα, μικρή ονομασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. χ. του ὄνομα), πρβλ. μεγαλ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].