χωνεία
From LSJ
Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering
English (LSJ)
ἡ, A melting and casting of metal, Plb.34.10.12, D.S.5.13.
German (Pape)
[Seite 1386] ἡ, das Schmelzen u. Gießen des Metalls, Pol. 34, 10, 12.
Greek (Liddell-Scott)
χωνεία: ἡ, χώνευσις μετάλλου, καὶ χύσις, Πολύβ. 34. 10, 12, Διόδ. 5. 13. ΙΙ. ἡ βασιλικὴ χ., τὸ νομισματοκοπεῖον, Ἄννα Κομν. 1. 226.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ χωνεύω
η τήξη και η χύτευση μετάλλων, χώνευση
μσν.
νομισματοκοπείο.
Russian (Dvoretsky)
χωνεία: ἡ плавка, выплавка, литье Polyb., Diod.