συνθηρατής

From LSJ
Revision as of 07:57, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθηρᾱτής Medium diacritics: συνθηρατής Low diacritics: συνθηρατής Capitals: ΣΥΝΘΗΡΑΤΗΣ
Transliteration A: synthēratḗs Transliteration B: synthēratēs Transliteration C: synthiratis Beta Code: sunqhrath/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A one who joins in quest of, τῶν φίλων X.Mem.3.11.15.

Greek (Liddell-Scott)

συνθηρᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος θηρεύων, τί οὐ σύ μοι ἐγένου συνθηρατὴς τῶν φίλων; Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon de chasse.
Étymologie: συνθηράω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνθηρῶ
αυτός που κυνηγά από κοινού με κάποιον.

Greek Monotonic

συνθηρᾱτής: -οῦ, ὁ, αυτός που παίρνει μέρος από κοινού με άλλους στο κυνήγι, τινός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνθηρᾱτής: οῦ ὁ досл. спутник по охоте, перен. помогающий искать (τῶν φίλων Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θηρᾱτής -οῦ, ὁ [συνθηράω] mede-jager, jachtgenoot, met gen. obj.: τί οὖν οὐ σύ μοι... ἐγένου σ. τῶν φίλων; waarom word je niet mijn mede-jager op vrienden? Xen. Mem. 3.11.15.

Middle Liddell

συνθηρᾱτής, οῦ, ὁ,
one who joins in quest of, τινός Xen. [from συνθηράω