σαυλοπρωκτιάω
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
A walk in a swaggering way, so as to make the hinder parts sway to and fro, Ar.V.1173.
German (Pape)
[Seite 865] den Hintern im Gehen zierlich, üppig, vornehmthuerisch hin- und herbewegen, den Hintern drehen, Ar. Vesp. 1173, Schol. σαλεύειν τὸν πρωκτόν. Vgl. σαλακωνεύω.
Greek (Liddell-Scott)
σαυλοπρωκτιάω: περιπατῶ σείων ἐδῶ καὶ ἐκεῖ τὰ ὀπίσθια, «κουνῶν» τὰ ὀπίσθια, Ἀριστοφ. Σφ. 1173· πρβλ. περιπρωκτιάω, σαῦλος, σαλακωνίζω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
marcher ou danser d’une allure efféminée.
Étymologie: σαῦλος, πρωκτός.
Greek Monotonic
σαυλοπρωκτιάω: κουνώ τα οπίσθια εδώ κι εκεί ενώ βαδίζω, κουνιέμαι, λικνίζομαι, ακκίζομαι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σαυλοπρωκτιάω: вихлять задом Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαυλοπρωκτιάω [σαῦλος, πρωκτός] kontwiegend lopen. Aristoph. Ve. 1173.
Middle Liddell
σαυλο-πρωκτιάω,
to walk in a swaggering way, Ar.