πολυαχθής

From LSJ
Revision as of 17:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαχθής Medium diacritics: πολυαχθής Low diacritics: πολυαχθής Capitals: ΠΟΛΥΑΧΘΗΣ
Transliteration A: polyachthḗs Transliteration B: polyachthēs Transliteration C: polyachthis Beta Code: poluaxqh/s

English (LSJ)

ές,    A very grievous, Τρώων πεδίον Q.S.3.421; λιμός Id.10.38, cf. Sch.Nic.Al. 322.

German (Pape)

[Seite 660] ές, sehr lästig; λιμός, Qu. Sm. 10, 38; Schol. Nic. Al. 321.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαχθής: -ές, λίαν βαρύς, ὀλέθριος, λιμός Κόϊντ Σμ., 10. 38.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πολύ επαχθής, καταθλιπτικός, ολέθριοςπολυαχθής λιμός», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αχθής (< ἄχθομαι «έχω βάρος, στενοχωριέμαι»), πρβλ. βαρυ-αχθής].