προσεπιπλάσσω
From LSJ
English (LSJ)
A add by way of fiction, τινί τι Corn.ND17 (Pass., v.l.). II work into a plaster, Sor. ap. Gal.12.495.
German (Pape)
[Seite 761] (s. πλάσσω), noch dazu bilden, erdichten, Phurnut.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιπλάσσω: ἐπιπλάσσω προσέτι, τινί τι Κορνούτου περὶ Θ. Φύσ. 17.
Greek Monolingual
Α
1. σχηματίζω, πλάθω επίσης
2. επινοώ επί πλέον κάτι πλασματικό, προσθέτω κάτι ανύπαρκτο
3. (σχετικά με έμπλαστρο)
τοποθετώ και δεύτερο πάνω στο πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπιπλάσσω «επιθέτω, σχηματίζω»].