πελαγοδρόμος

From LSJ
Revision as of 16:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελᾰγοδρόμος Medium diacritics: πελαγοδρόμος Low diacritics: πελαγοδρόμος Capitals: ΠΕΛΑΓΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: pelagodrómos Transliteration B: pelagodromos Transliteration C: pelagodromos Beta Code: pelagodro/mos

English (LSJ)

ον,    A sailing on the sea, Orph.H.74.5 ; flying over the sea, ἱέραξ PMag.Par.1.2590.

German (Pape)

[Seite 548] in od. auf dem hohen Meere laufend, Orph. H. 73, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πελᾰγοδρόμος: -ον, ὁ διαπλέων τὸ πέλαγος, Ὀρφ. Ὕμν. 73. 5.

Spanish

que sobrevuela el mar

Greek Monolingual

-ο / πελαγοδρόμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πελαγοδρομεί, που διαπλέει τα πελάγη, θαλασσοπόρος, ποντοπόροςνηῶν πελαγοδρόμων ἄστατος ὁρμή», Ορφ. Ύμν.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πελαγοδρόμος
ζωολ. γένος στεγανόποδων πτηνών τα οποία εκτελούν μακρές πτήσεις πάνω από θάλασσες
αρχ.
αυτός που πετάει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας («πελαγοδρόμος ἱέραξ», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + -δρόμος (< δρόμος)].