σκολιότης
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A crookedness, σ. τῆς καμπῆς, of a Parthian bow, Plu.Crass.24: in pl., the windings of a stream, Str.10.2.19; of windings generally, Id.12.8.15. II metaph., inequality, σκολιότητα ἔχειν to be unequally affected, Hp.Acut. (Sp.) 22. 2 of men, crookedness, dishonesty, LXX Ez.16.5.
German (Pape)
[Seite 902] ητος, ἡ, Krümmung, Biegung, Windung, Schiefe, καμπῆς, Plut. Crass. 24; übertr., Unredlichkeit, Tücke, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκολιότης: -ητος, ἡ, τὸ σκολιόν, ἡ κυρτότης, τὸ λοξόν, σκ. καμπῆς, ἐπὶ τοῦ Παρθικοῦ τόξου, Πλουτ. Κράσσ. 24· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἑλιγμοὶ ποταμοῦ, κτλ., Στράβ. 577. ΙΙ. μεταφορ., τὸ ἄνισον, σκολιότητα ἔχειν, ἀνίσως προσβάλλομαι, Ἱππ. 400. 8. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων μὲ διεστραμμένον ἦθος, ἀπιστία, ἀδικία, Ἑβδ. Ἰεζεκ. ΙϚ΄, 5).
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
sinuosité ; courbure.
Étymologie: σκολιός.
Greek Monotonic
σκολιότης: -ητος, ἡ, δυστροπία, αδικία, απάτη, δόλος, διαστροφή, σε Πλούτ.· στον πληθ. οι ελικοειδείς στροφές του ποταμού κ.λπ., σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
σκολιότης: ητος ἡ извилистость, изогнутость (τῆς καμπῆς Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκολιότης -ητος, ἡ [σκολιός] kromheid, kromming. τῇ σκολιότητι τῆς καμπῆς door de gekromde vorm van het gebogen deel (van de specifieke vorm van een Parthische boog) Plut. Crass. 24.4. scheefheid, oneffenheid (van het onderlijf). Hp.
Middle Liddell
σκολιότης, ητος, ἡ, [from σκολιός
crookedness, Plut.: in pl. the windings of a stream, etc., Strab.