ἀποχωλόομαι
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
Pass.,
A to be made quite lame, Hp.Aër.22, Th.7.27, Paus.10.1.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχωλόομαι: παθ., γίνομαι ἐντελῶς χωλός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 293, Θουκ. 7. 27.
Spanish (DGE)
quedarse completamente cojo de pers., Hp.Aër.22, de caballos Th.7.27, Paus.10.1.3.
Greek Monotonic
ἀποχωλόομαι: Παθ., γίνομαι εντελώς κουτσός, σε Θουκ.