σάραβος
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
ὁ, A pudenda muliebria, Com.Adesp.1137.
Greek (Liddell-Scott)
σάραβος: ὁ, τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀρκάδ. 46, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sac;
2 p. anal., pudenda muliebria LSJ.
Étymologie: DELG mot familier, sans étym. ; cf. σάρων.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. σάρων, αβέβαιης ετυμολ.].
Frisk Etymological English
See also: s. σάρων